τυροδόχη
Смотреть что такое "τυροδόχη" в других словарях:
τυροδόχη — η, Ν τυροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός /τυρί + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
τυροδόχη — η, Ν τυροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός /τυρί + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek